κατακαύτης

κατακαύτης
κατακαύτης, ὁ (Α) [κατακαίω]
1. αυτός που κατακαίει το πτώμα τού νεκρού
2. στον πληθ. oἱ κατακαῡται
(στην Κρήτη) ομάδα επαγγελματιών που ανήκαν σε ενδιάμεση τάξη μεταξύ ελευθέρων και δούλων και είχαν ως έργο την καύση τών νεκρών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατακαῦται — κατακαύτης one who burns masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακαύτας — κατακαύτᾱς , κατακαύτης one who burns masc acc pl κατακαύτᾱς , κατακαύτης one who burns masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”